- ρωπικος
- ῥωπικός3мелкий, пустяковый
(δῶρον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δῶρον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ῥωπικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek
ῥωπικά — ῥωπικός of neut nom/voc/acc pl ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc/acc dual ῥωπικά̱ , ῥωπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωπικῶν — ῥωπικός of fem gen pl ῥωπικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωπικόν — ῥωπικός of masc acc sg ῥωπικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)